Η αγορά ανέκαθεν ήταν προκλητική, όσον αφορά την λειτουργία της.
Αυτό βέβαια δεν είναι κακό, μια και το «λειτούργημα» της θα έπρεπε να κινείται κατά βάση σε δύο άξονες.
Ο ένας είναι η άμεση κάλυψη της όποιας ανάγκης παρουσιάζεται.
Κι ο άλλος είναι η πρόβλεψη, που θα οδηγούσε στην σωστή επένδυση κάλυψης μελλοντικών αναγκών.
Πάντως δεν θα σταθούμε στον τρόπο διακυβέρνησης, επηρεασμού και διαχείρησης της αγοράς από τους θεσμούς (εγχώριους ή μη), ούτε στο πως αυτό προκύπτει (μέσω εκλογών), και στο πως ορίζεται και λειτουργεί μετά από τις όποιες εκλογές. Παρ’ όλα αυτά η πολιτική βούληση, που είναι και παράγωγο της όποιας διακυβέρνησης, είναι αναμφισβήτητα ένας ρυθμιστικός, και τις περισσότερες φορές καθοριστικός παράγων για την αγορά!
Πάμε όμως να κάνουμε μιά …κατ’ εφημισμό, ιστορική αναδρομή, χρησιμοποιώντας τα ιστορικά δεδομένα μεν, προσπαθώντας δε, να παρατηρήσουμε μέσα απ’αυτά, το οικονομικό αποτύπωμα που αυτά δημιουργούσαν, και που κατ’ επέκταση όριζε τρόπους λειτουργίας της αγοράς.
Πριν ακριβώς την κατάρρευση των δύο κραταιών αυτοκρατοριών, της Οθωμανικής και αυτής των Αψβούργων δηλαδή, και μέσα από τις κοσμογονικές γεωστρατηγικές αλλαγές, που θα επέφεραν στον τότε γνωστό κόσμο των δύο «πολιτισμών», και με εκκολαπτόμενη πλέον την ιδέα του όρου Έθνους-Κράτους, σίγουρα θα επηρεαζόταν και το πεδίο της αγοράς, όπως και ο τρόπος που αυτή αναπτύσσονταν μέσα σε αυτές τις δύο, υπο κατάρρευση αυτοκρατορίες.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που θα επηρέαζε καταλυτικά, τα μέχρι τότε status που λειτουργούσε η αγορά, και στις τοπικές κοινωνίες, αλλά και στην αλληλεπίδραση της με τις υπόλοιπες αγορές που αναπτύσσονταν στις επικράτεια των αυτοκρατοριών, ήταν και το timing ανάδυσης της Βρετανικής αυτοκρατορίας, ως ο τρίτος …και ίσως καθοριστικότερος παράγων-παίκτης που θα καθόριζε σε μεγάλο βαθμό πλέον, του κανόνες του παιχνιδιού στις “αγορές του κόσμου” γενικώς.
Όταν το 1578, η βασίλισσα Ελισάβετ Α΄ χορηγούσε αποκλειστικά δικαιώματα στον Χάμφρεϊ Γκίλμπερτ για ανακαλύψεις και υπερπόντιες εξερευνήσεις, επί της ουσίας …και όπως θα αποδεικνυόταν αργότερα, άνοιγε έναν κύκλο με στόχο την μετάλλαξη της ανακάλυψης και εξερεύνησης, σε πειρατεία και την ίδρυση αποικιών στη Βόρεια Αμερική και όχι μόνο!
Εννοείται ότι, μακροπρόθεσμα, αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει αμετάβλητο το τοπίο, όχι μόνο των επί μέρους αγορών, αλλά θα έθετε και τις βάσεις, αργά αλλά σταθερά για την μορφή μίας «ενιαίας» αγοράς, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα.
Όσο λοιπόν «αποσυντίθονταν» οι δύο αυτοκρατορίες, από την πλευρά τους η Γαλλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και κυρίως η Βρετανία, επί της ουσίας, μέσω των μεταξύ των αντιπαλοτήτων ή συμμαχιών, έψαχναν σε έταιρους τόπους για πλουτοπαραγωγικές πηγές, κυρίως σε πολύτιμα μέταλλα, που θα ισχυροποιούσαν τον χρυσό κανόνα,όσον αφορά τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που θα είχαν τα εθνικά τους νομίσματα! …εντάξει! …άλλωστε που να φανταστούν στο τέλος του 16ου αιώνα την συνθήκη Μπρέτον Γουντς του 20ου .

Αυτό που ακολούθησε μετά, λίγο πολύ, όλοι το γνωρίζουμε.
Συνοπτικά λοιπόν, τα δρομολόγια Αφρική – Αμερική, το δουλεμπόριο, ο ανταγωνισμός της Βρετανίας με την Ολλανδία στην Ασία, οι παγκόσμιοι αγώνες ενάντια στη Γαλλία, της αγγλοολλανδικής συμμαχίας, αλλά και της Ισπανίας, κατάστησαν την Αγγλία ως την δυνατότερη αποικιακή δύναμη, με την Γαλλία ως κύριο ανταγωνιστή της, στο παγκόσμιο πεδίο και σε μία αγορά που σιγά σιγά ανέδυε. Μπορεί η έδρα της αγοράς να ήταν πλέον στην Ευρώπη, το «ξεκαθάρισμα» όμως θα συνεχιζόταν για κάμποσο καιρό ακόμα, μέχρι να «κάτσει η μπίλια», κι αυτό γιατί προφανώς το ζητούμενο, δεν ήταν ακραιφνώς γεωπολιτικό, αλλά οικονομικά κυριαρχικό σε γεωπολιτικές καταστάσεις!
Άλλωστε ο ανταγωνισμός της Βρετανίας με τη Ρωσία, (που αργότερα βγήκε εντελώς εκτός κάδρου των καθιερωμένων αγορών και εντός κάδρου των «αγορών» του πρώην ανατολικού μπλοκ), είχε και σαν στόχο να καλυφθούν τα κενά εξουσίας που είχαν αφήσει Οθωμανική, Περσική και Κινέζικη Αυτοκρατορίες.
Η πλάστιγγα τελικά έγειρε προς την Βρετανία, καθιστώντας την παράλληλα ως οικονομικά κυρίαρχο παίχτη, κυρίως μέχρι και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, για να ακολουθήσουν και τα οικονομικά ελατήρια για τις συνθήκες του μεσοπολέμου, και να μπεί τελικά ο πλανήτης, στη τροχιά ενός δευτέρου παγκόσμιου πολέμου, όπου το τέλος του θα σηματοδοτούσε και την τελική διαμόρφωση του «οικοσυστήματος» της αγοράς.
Μέχρι τότε, κι όσο συνέβαιναν όλα τα παραπάνω στην δύση, η ανατολή, εκτός Ρωσίας από το 1917 βέβαια, ήταν επόμενο να επηρεαστεί άμεσα, και ειδικά κατά τη διάρκεια του 16ου και του 17ου αιώνα, όταν η Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν στη κορύφωση της ισχύος της, υπό τη βασιλεία του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς.
Η Οθωμανική αυτοκρατορία εκείνη την περίοδο ήταν, ούτως ή άλλως, μια πολυεθνική, πολυγλωσσική αυτοκρατορία, που έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τμήματα της Κεντρικής Ευρώπης, της Δυτικής Ασίας, της Ανατολικής Ευρώπης και τον Καύκασο, όπως επίσης τη Βόρεια Αφρική αλλά και το Κέρας της Αφρικής.
Δηλαδή ήταν μία τεράστια αγορά, ακόμα και για τα σημερινά …παγκοσμιοποιημένα δεδομένα.
Στις αρχές του 17ου αιώνα η αυτοκρατορία περιελάμβανε 32 επαρχίες και πολλά υποτελή κράτη. Ορισμένα από αυτά τα κράτη απορροφήθηκαν λίγο αργότερα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ σε άλλα παραχωρήθηκαν διάφοροι τύποι αυτονομίας κατά την πάροδο των αιώνων.

Η τελική πτώση της όμως, ήρθε σχεδόν ταυτόχονα με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αυτοκρατορία άλλωστε, ήταν ήδη αποδυναμωμένη σε τεράστιο βαθμό από τα εσωτερικά της προβλήματα και το κίνημα των νεοτούρκων, παρ’ όλο που ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β′ για λίγο, φλέρταρε και με την ιδέα της συνταγματικής μοναρχίας πριν αλλάξει πορεία, στα τέλη της δεκαετίας του 1870.
Πάνω κάτω, τα ίδια ίσχυαν και από την δυτική πλευρά του Δούναβη, σχεδόν σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, όπως παντού εκείνη την περίοδο, κι όλο αυτό ήταν βασισμένο πλέον, στις αρχές του έθνους-κράτους, για τα ορφανά από την κεντική διοίκηση των αυτοκρατοριών, αχανή γεωγραφικά κομμάτια δύσης και ανατολής, όπου εκτός της γεωπολιτικής ανακατάταξης που υφίστατο, είχαν και τις ανάλογες μετακινήσεις πληθυσμών που ήταν απαραίτητο συστατικό για το «εγχείρημα», και τις γεωστρατηγικές που οδήγησαν στην εφαρμογή του.

Τηρουμένων των αναλογιών, όπως ήταν επόμενο, το αποτύπωμα όλων των παραπάνω, δημιουργούσε και την αγορά της εποχής.
Αυτή η δημιουργία νέων κρατών, η αργότερα μεν αλλά στη συνέχεια οικονομική …μέσω κραχ, «ενεργοποίηση» ενός νέου κόσμου στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αλλά και η μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ειδικά, οικονομική αλληλεπίδραση αυτών των απελευθερωμένων πια εθνών–κρατών, και με ιδιαίτερα έντονη πλέον την παρουσία της Αμερικής, στον υπό ανοικοδόμιση Δυτικό Ευρωπαϊκό χώρο, δημιουργούσε και τους τελικούς κανόνες της αγοράς που θα προέκυπτε μετά και από τους δύο παγκόσμιους πολέμους.
Ούτως ή άλλως, σχεδόν όλα τα κράτη που συμμετείχαν, βγήκαν από τον όλεθρο του πολέμου στην άθλια κατάσταση (εκτός της Αμερικής), που οδηγεί ένας πόλεμος κάθε κράτος που συμμετέχει σ’ αυτόν.
Από την άλλη είχε γίνει και σαφές ότι τα πεδία της αγοράς θα ήταν δύο.
Ένα για τις χώρες της Δύσης, κι ένα για τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Βέβαια, μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, επί της ουσίας η Αμερική, κάνει και το ντεμπούτο της εμφάνισης της, για πρώτη φορά, στον Ευρωπαϊκό χώρο, δημιουργώντας όμως έτσι και τις βάσεις για μία ενιαία, για την δύση αγορά, αλλά και τους νέους κανόνες που αυτή θα έθετε.
Άλλωστε κατά έναν τρόπο, ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι «διόρθωσε», ότι άφησε το οικονομικό κραχ που πέρασε η Αμερικάνικη οικονομία πριν από αυτόν, και που κατά μία έννοια οδήγησε και στην «επάνδρωση» της παραγωγικής της δύναμης, κυρίως μετά από αυτόν.

Εν τω μεταξύ, ο βασικός άξονας της μεγάλης εφοδιαστικής αλυσίδας, παρέμενε ακόμα ο Δρόμος του Μεταξιού, που είχε μεταλλαχθεί πλέον σε Δρόμο του Πετρελαίου, και που υποστήριζε εκτός της βιομηχανικής επανάστασης, (που κι αυτή αναπτυσσόταν σε αντίστροφη αναλογία, με την κατάρρευση πλέον όσων αυτοκρατοριών είχαν απομείνει, σε ανατολή και δύση ταυτόχρονα), και την νέα αγορά που αναδυόταν σιγά σιγά.
…συνεχίζεται